ἀρτίπους

ἀρτίπους
ἀρτῐ-πους, , , πουν, τό, gen. ποδος: [dialect] Ep. nom. [full] ἀρτίπος:
I ([etym.] ἄρτιος, πούς) sound of foot, ὁ μὲν καλός τε καὶ ἀρτίπος, opp. χωλός, Od.8.31c, cf. Hdt.3.130, Them.Or.21.255c.
2 generally, strong or swift of foot,

ἡ δ' Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Il.9.505

;

ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Pl.Lg.795d

.
II ([etym.] ἄρτι, πούς) coming just in time, S.Tr.58.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αρτίπους — ἀρτίπους ( οδος), ο, η (Α) 1. αυτός που είναι υγιής στα πόδια 2. ο ισχυρός ή ο γρήγορος στα πόδια 3. αυτός που έρχεται σε κατάλληλη ώρα …   Dictionary of Greek

  • ἀρτίπους — sound of foot masc/fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίποδα — ἀρτίπους sound of foot neut nom/voc/acc pl ἀρτίπους sound of foot masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιπόδεσσι — ἀρτίπους sound of foot masc/fem/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίποδας — ἀρτίπους sound of foot masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίποδες — ἀρτίπους sound of foot masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίποδος — ἀρτίπους sound of foot masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίπος — ἀρτίπους sound of foot masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίπουν — ἀρτίπους sound of foot masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αργίπους — ἀργίπους ( ποδος), πουν (Α) αυτός που έχει γρήγορα ή λευκά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + πους < πους (πρβλ. αιγίπους, αντίπους, αρτίπους κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”